Στεκόταν στην πόρτα, σφίγγοντας τις γροθιές της για να μην τρέμει.
— Φύγε, — είπε ψυχρά. — Ντροπιάζεις την οικογένειά μας. Δεν έχω τίποτα άλλο να σου πω.
Η ηλικιωμένη γυναίκα στο κατώφλι στεκόταν σιωπηλή, με παλιό παλτό και φθαρμένη τσάντα στον ώμο.
— Ήθελα μόνο να σε δω, — ψιθύρισε. — Να ακούσω ότι είσαι καλά.
— Είμαι καλά, — αποκρίθηκε η κόρη. — Χωρίς εσένα.
Οι γείτονες κοιτούσαν από τις πόρτες. Κάποιοι περίεργοι, άλλοι κατέγραφαν με το τηλέφωνο.
Η μητέρα χαμήλωσε το βλέμμα και είπε απαλά:
— Κάποτε θα καταλάβεις ότι η ντροπή δεν είναι πάντα εκεί που νομίζεις.
Η πόρτα έκλεισε με δύναμη. Και ο ήχος αυτής της πόρτας αντηχούσε για καιρό στο μυαλό της.
Πέρασε μια εβδομάδα.
Ένιωθε ελαφριά. Ή τουλάχιστον προσπαθούσε να το πιστέψει.
Καμία αμήχανη επίσκεψη πια, καμία συζήτηση που την έκανε να κοκκινίζει. Τώρα όλα έμοιαζαν τέλεια — καινούρια δουλειά, φίλοι, αναρτήσεις στο διαδίκτυο, μια αψεγάδιαστη εικόνα ζωής.
Αλλά τα βράδια ξυπνούσε με ένα παράξενο αίσθημα. Σαν κάποιος να την φώναζε απαλά με το όνομά της πίσω από μια κλειστή πόρτα.
Πέρασε ένας μήνας.
Εκείνο το βράδυ γύρισε σπίτι αργά. Οι σταγόνες της βροχής χτυπούσαν στο περβάζι, όταν ακούστηκε ο ήχος.
Τρία σύντομα, σίγουρα χτυπήματα στην πόρτα.
Πλησίασε κρατώντας την αναπνοή της.
— Ποιος είναι; — ρώτησε.
Μια παύση. Έπειτα μια ανδρική φωνή:
— Είστε η Έμμα Ντέιβις;
Έγνεψε, χωρίς να ανοίξει τελείως.
— Ναι. Συμβαίνει κάτι;
Στο κατώφλι στέκονταν δύο άνδρες — ο ένας με πολιτικά, ο άλλος με στολή. Τα πρόσωπά τους σοβαρά.
— Ετοιμαστείτε, — είπε ο μεγαλύτερος. — Είναι για τη μητέρα σας.
Η καρδιά της βούλιαξε.
— Τι… συνέβη; — η φωνή της έσπασε.
Ο άνδρας την κοίταξε στα μάτια και είπε ήσυχα:
— Καλύτερα να το δείτε η ίδια.
Ο δρόμος για το νοσοκομείο φάνηκε ατελείωτος. Τα φώτα των αυτοκινήτων αντανακλούσαν στον βρεγμένο δρόμο και στα δακρυσμένα μάτια της. Δεν θυμόταν πώς μπήκε στο κτίριο, δεν άκουγε τα λόγια της γραμματείας — μόνο το βουητό του αίματος στ’ αυτιά της.
Όταν άνοιξε την πόρτα του δωματίου, μύριζε αντισηπτικό και γιασεμί. Η μητέρα της ήταν ξαπλωμένη — χλωμή, με σωλήνα οξυγόνου, αλλά με την ίδια ήρεμη έκφραση όπως την ημέρα που την έδιωξε.
— Μαμά… — ψιθύρισε, γονατίζοντας δίπλα στο κρεβάτι. — Συγχώρεσέ με… δεν ήξερα.
Η μητέρα της άνοιξε τα μάτια με δυσκολία.
— Δεν το περίμενα… — ψιθύρισε. — Ήθελα μόνο να είσαι ευτυχισμένη.
Λίγα λεπτά αργότερα, όλα σίγησαν.
Ούτε γιατροί, ούτε λόγια. Μόνο η μυρωδιά του γιασεμιού, που θα την ακολουθεί για πάντα.
Από τότε ζει μόνη. Χωρίς φανφάρες, χωρίς κρίσεις των άλλων.
Και κάθε φορά που κάποιος χτυπά την πόρτα, ανατριχιάζει.
Γιατί τώρα ξέρει: η πιο τρομακτική σιωπή είναι αυτή που ακολουθεί τη λέξη «φύγε».
