Ο Τζόναθαν Κλαρκ εργαζόταν ως επιστάτης σε ένα παλιό νεκροταφείο στα περίχωρα της πόλης.
Οι μέρες κυλούσαν ήσυχα: περιποιημένα μονοπάτια, λουλούδια στα μνήματα, ψίθυρος των φύλλων.
Αγαπούσε αυτό το μέρος — ήσυχο, γαλήνιο, σαν αποκομμένο από τη φασαρία του κόσμου.
Όμως, ένα ηλιόλουστο πρωινό, όλα άλλαξαν.
Ο Τζόναθαν περνούσε μπροστά από έναν παλιό οικογενειακό τάφο, όταν άκουσε παιδικά γέλια.
Αρχικά νόμιζε ότι έπαιζαν παιδιά κοντά, αλλά το νεκροταφείο ήταν άδειο.
Τα γέλια ξανακούστηκαν — απαλά, καθαρά, σαν κάποιος να κρυβόταν πίσω από την πόρτα.
Ο τάφος ήταν παλιός, σκεπασμένος με βρύα, με ξεθωριασμένη επιγραφή: «Οικογένεια Μόρισον».
Ο Τζόναθαν πλησίασε και παρατήρησε ότι η βαριά πέτρινη πόρτα ήταν μισάνοιχτη.
— «Ε, είναι κανείς εκεί;» φώναξε.
Καμία απάντηση — μόνο ένας απαλός ήχος από μέσα.
Έσπρωξε την πόρτα. Μύριζε υγρασία και σκόνη.
Στο πάτωμα ήταν ένα παλιό λούτρινο αρκουδάκι με ξεθωριασμένη κορδέλα.
Όταν ο Τζόναθαν το σήκωσε, κάτι άλλαξε — όλα ησύχασαν, ακόμα και ο άνεμος σταμάτησε.
Κι έπειτα, από το βάθος, ακούστηκε ένας ψίθυρος:
«Ευχαριστώ που το επέστρεψες.»
Ο Τζόναθαν πάγωσε, κοίταξε γύρω — κανείς.
Μα στον τοίχο είδε μια παιδική χάραξη, με μικρά γράμματα:
«Έμιλι. 1978.»
Αργότερα έμαθε από τον αρχειοφύλακα ότι πράγματι στον τάφο αυτό αναπαυόταν η οικογένεια Μόρισον — και πως η μικρή τους κόρη, η Έμιλι, είχε εξαφανιστεί μία εβδομάδα πριν την κηδεία.
Το παιχνίδι της δεν βρέθηκε ποτέ.
Από τότε, ο Τζόναθαν φέρνει κάθε χρόνο ένα καινούριο λούτρινο αρκουδάκι στον τάφο.
Όχι από φόβο — από σεβασμό.
Γιατί μερικά παιδικά γέλια δεν ακούγονται για να τρομάξουν, αλλά για να θυμίσουν ότι κάποιος ακόμα τα θυμάται.
