Ο δρόμος ήταν σχεδόν άδειος. Ο ήλιος χτυπούσε στο παρμπρίζ, η άσφαλτος γυάλιζε από τη ζέστη και η μουσική στο αυτοκίνητο έπνιγε κάθε άλλο ήχο. Ο Αλεξέι βιαζόταν — συναντήσεις, τηλέφωνα, δουλειές. Έτρεχε στον αυτοκινητόδρομο, εκνευρισμένος με κάθε αυτοκίνητο που «σερνόταν» μπροστά του.
Ξαφνικά, πίσω του άναψαν φώτα. Ασθενοφόρο. Η σειρήνα έσκισε τον αέρα, ζητώντας δρόμο. Ο Αλεξέι έριξε μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη και έσφιξε τα χείλη.
— Όλο βιάζονται αυτοί, — μουρμούρισε και, χωρίς να σκεφτεί, άλλαξε απότομα λωρίδα, κόβοντας το δρόμο στο ασθενοφόρο.
Ο οδηγός του ασθενοφόρου πάτησε φρένο, το όχημα ταλαντεύτηκε, για μια στιγμή φάνηκε πως θα ανατραπεί. Μα δεν ανατράπηκε. Ο Αλεξέι χαμογέλασε ειρωνικά και πάτησε περισσότερο το γκάζι.
Δεν είδε το πρόσωπο του ανθρώπου που καθόταν δίπλα στον οδηγό. Δεν άκουσε τα ανήσυχα λόγια του γιατρού που κρατούσε την ορό, δεν πρόσεξε το χέρι στο φορείο που σηκώθηκε ελαφρά, σαν κάποιος να πάλευε ακόμα για τη ζωή του.
Την επόμενη μέρα ξύπνησε όπως πάντα. Άνοιξε την τηλεόραση, έβαλε καφέ και άρχισε μηχανικά να σκρολάρει στα νέα.
Και τότε — μια εικόνα. Ο δρόμος. Ο δικός του δρόμος. Το ίδιο ασθενοφόρο.
Τίτλος: «Ασθενοφόρο δεν πρόλαβε να φτάσει. Ο ασθενής πέθανε καθ’ οδόν προς το νοσοκομείο.»
Σουφρωσε τα φρύδια. Κάτι τον τρύπησε μέσα του. Συνέχισε να διαβάζει — και πάγωσε.
Το όνομα του νεκρού. Η ηλικία. Η φωτογραφία.
Στη φωτογραφία — ένας γκριζομάλλης άνδρας, γνώριμο χαμόγελο, μάτια που είχε να δει χρόνια. Ο πατέρας του.
Ο πατέρας, με τον οποίο δεν είχε ξαναμιλήσει μετά τον καβγά.
Ο πατέρας, που του είχε υποσχεθεί πως θα τον επισκεφθεί «το Σαββατοκύριακο».
Ο πατέρας, που βρισκόταν μέσα σε εκείνο το ασθενοφόρο, στο οποίο ο ίδιος δεν άφησε να περάσει.
