Το σπίτι καιγόταν τόσο πολύ, που ο καπνός φαινόταν από χιλιόμετρα μακριά.
Διώροφο εξοχικό, φλόγες ξεπηδούν από τα παράθυρα, τρίξιμο, κραυγές.
Ο καπετάνιος Μάικλ Τέρνερ έφτασε από τους πρώτους.
Από τον ασύρματο ακούστηκε:
— Μέσα υπάρχει παιδί!
Δεν περίμενε κανέναν.
Φόρεσε τη μάσκα, άνοιξε την πόρτα με μια κίνηση και μπήκε στη φωτιά.
Μπροστά του όλα έλιωναν από τη ζέστη. Τα σκαλιά έτριζαν, το ταβάνι κατέρρεε.
«Υπάρχει κανείς ζωντανός;» φώναξε, υπερκαλύπτοντας το βουητό της φωτιάς.
Η απάντηση – ένας αδύναμος βήχας.
Ο Μάικλ όρμησε πάνω. Σε ένα δωμάτιο, κάτω από το κρεβάτι, είδε μια μικρή φιγούρα.
Ένα αγόρι γύρω στα πέντε, χλωμό, κρατούσε σφιχτά ένα λούτρινο αρκουδάκι.
Τον άρπαξε, τον σκέπασε με το μπουφάν του και έτρεξε πάλι κάτω.
Πίσω τους το σπίτι σωριάστηκε τη στιγμή που πετάχτηκαν έξω.
«Όλα καλά, αναπνέεις, μικρέ…» ψιθύρισε ο Μάικλ, ενώ οι διασώστες εξέταζαν το παιδί.
Εκείνο δεν άφηνε το χέρι του.
Αργότερα, όταν όλα τελείωσαν, η νοσηλεύτρια είπε σιγανά:
«Ξέρετε, λέει πως τον έχετε ξανασώσει.»
«Τι;» σήκωσε το κεφάλι ο Μάικλ.
«Είπε: “Είναι ο ίδιος θείος, μόνο τώρα χωρίς κράνος.”»
Ο Μάικλ πάγωσε. Σκέφτηκε πρώτα – παιδική φαντασία.
Μα κάτι στο πρόσωπο του αγοριού τού φάνηκε παράξενα γνώριμο.
Το βράδυ άνοιξε τα παλιά αρχεία.
Και βρήκε μια καταχώριση πριν από έξι χρόνια: πυρκαγιά, μητέρα και γιος.
Το όνομα του αγοριού ήταν το ίδιο.
Η μητέρα τότε είχε πεθάνει.
Ο Μάικλ έμεινε ώρα να κοιτάζει την οθόνη.
Σύμπτωση; Ή μήπως η μοίρα καμιά φορά μας επιστρέφει
εκεί όπου δεν προλάβαμε να τελειώσουμε αυτό που αρχίσαμε;..