Απλώς γύριζε στο σπίτι της και δεν ήξερε ότι μια μόνο κίνηση θα έσωζε τη ζωή κάποιου

Η νύχτα ήταν μακριά.
Η βρεγμένη άσφαλτος απλωνόταν σαν κορδέλα, τα φώτα του δρόμου καθρεφτίζονταν στο παρμπρίζ σαν σκορπισμένες σκέψεις.
Η Λόρα οδηγούσε προς το σπίτι — κουρασμένη, σιωπηλή.
Το ραδιόφωνο έπαιζε κάτι απαλό, χωρίς νόημα, κι ένιωθε πως ο δρόμος την ήξερε καλύτερα απ’ όλους.

— Πολύ ήσυχα, — είπε ψιθυριστά, μόνη της.
Η φωνή της ακούστηκε ξένη — σαν να μην ήταν δική της.
Στο πίσω κάθισμα υπήρχε ένας φάκελος με έγγραφα που κανείς δεν θα διάβαζε αύριο.
Στο κάθισμα του συνοδηγού — ένα θερμός με κρύο καφέ.
Όλα όπως πάντα. Όλα υπό έλεγχο.

Έξω φάνηκαν κάποιες σκιές. Δύο — όχι, ένας και… ένας σκύλος;
Η Λόρα χαμήλωσε ταχύτητα και κοίταξε στον καθρέφτη.
Ένα μικρό αγόρι στεκόταν στο πλάι του δρόμου, κρατώντας ένα λουρί.
Ο σκύλος καθόταν δίπλα του, με το κεφάλι χαμηλωμένο.
Η σκηνή έμοιαζε ζωγραφισμένη — ζεστή και απίθανη για τέτοια ώρα.

— Τι κάνεις εδώ; — ψιθύρισε, παρόλο που το παράθυρο ήταν κλειστό.

Η καρδιά της χτύπησε δυνατά — όχι φόβος, όχι αγωνία, απλώς η αίσθηση πως ο χρόνος σκάλωσε.
Η Λόρα πάτησε φρένο.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε στη μέση του δρόμου, απαλά, με τον ήχο των ελαστικών στο βρεγμένο οδόστρωμα.

Εκείνη τη στιγμή — μια λάμψη φωτός.
Ένα φορτηγό ξεπήδησε από τη στροφή.
Τεράστιο, σαν χτύπημα, σαν μοίρα.
Οι προβολείς ξεσκέπασαν τα πάντα: τον βρεγμένο δρόμο, την αντανάκλασή της, το αγόρι, τον σκύλο, τις σταγόνες της βροχής.

Το φορτηγό πέρασε δίπλα της — τόσο κοντά που ο καθρέφτης τρεμόπαιξε.
Ξανά σιωπή. Μόνο η βροχή χτυπούσε στο τζάμι.

Η Λόρα έμεινε ακίνητη.
Τα χέρια της έτρεμαν στο τιμόνι. Δεν μπορούσε να ανασάνει.
Δευτερόλεπτα — ή λεπτά — πέρασαν άδεια.
Έπειτα — ένα ελαφρύ χτύπημα στο παράθυρο.

Το αγόρι.
Μικρό, δέκα χρονών, με βρεγμένα μαλλιά. Ο σκύλος τραβούσε προς την πόρτα.
Κατέβασε το τζάμι.
— Είσαι καλά; — ρώτησε με βραχνή φωνή.
— Ναι, — είπε ήσυχα. — Περιμέναμε να περάσει το αυτοκίνητο.
— Το αυτοκίνητο… — κοίταξε το δρόμο, εκεί όπου πριν λίγο βρυχιόταν το φορτηγό. — Δεν το είδες;
Το αγόρι σήκωσε τους ώμους.
— Όχι. Απλώς περπατούσαμε.

Χαμογέλασε — σαν να μη συνέβη τίποτα. Ο σκύλος ρούφηξε τον αέρα, ικανοποιημένος.
— Το σπίτι σου είναι μακριά; — ρώτησε.
— Όχι. Εδώ κοντά. Ξέρουμε τον δρόμο.

Έγνεψε, σαν ενήλικος, και έφυγε ήρεμα, χωρίς να κοιτάξει πίσω.

Η Λόρα τους κοίταζε ώρα.
Ύστερα έσβησε τη μηχανή, έγειρε πίσω και έκλεισε τα μάτια.
Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα, σαν να προσπαθούσε να προλάβει τη ζωή.

— Μερικές φορές, — ψιθύρισε, — αρκεί απλώς να πατήσεις φρένο.

Δεν ήξερε γιατί σταμάτησε.
Δεν ήξερε ποιον έσωσε — τον εαυτό της, το παιδί ή κάποιον άλλον.
Μα ήξερε ένα πράγμα:
Κάποιες φορές η μοίρα κρύβεται στις πιο απλές κινήσεις — σαν το πάτημα ενός πεντάλ ή μια τυχαία ματιά στο πλάι.

Like this post? Please share to your friends:

Μπορεί επίσης να σας αρέσει