Απλώς πότιζε το δέντρο. Και μετά έμαθαν — γιατί

Σ’ αυτή τη στάση υπήρχε πάντα κόσμος.
Μαθητές που έτρεχαν για το σχολείο. Γυναίκες με σακούλες. Κουρασμένοι άντρες μετά τη δουλειά.
Και — ο ίδιος άνθρωπος.

Ένας ηλικιωμένος άνδρας με γκρίζα μαλλιά, ξεθωριασμένο παλτό και παλιά τραγιάσκα.
Κάθε πρωί, ακριβώς στις 7:30, ερχόταν με ένα μικρό πλαστικό ποτιστήρι και πότιζε το δέντρο στην άκρη της στάσης.

Ένα νεαρό, λεπτό δέντρο, δεμένο ακόμη σ’ ένα στήριγμα.
Χιλιάδες περνούσαν δίπλα του, αλλά εκείνος δεν μιλούσε ποτέ.
Απλώς πότιζε, έγερνε το κεφάλι — και έφευγε.

— Πάλι αυτός ο παππούς, — ψιθύριζαν οι έφηβοι.
— Δεν έχει τίποτα καλύτερο να κάνει, — χαμογελούσε ο οδηγός του λεωφορείου.
Αλλά εκείνος ερχόταν πάντα. Σε κάθε καιρό.
Ακόμα και τον χειμώνα — έφερνε ζεστό νερό για να μη παγώσει το χώμα.

Μια μέρα, μια νεαρή γυναίκα που περίμενε εκεί κάθε πρωί δεν άντεξε:
— Συγγνώμη, γιατί το κάνετε; Είναι απλώς ένα δέντρο.
Χαμογέλασε ήσυχα.
— Απλώς για εσάς. Όχι για μένα.

Εκείνη κοκκίνισε και δεν ξαναμίλησε.
Αλλά παρατήρησε πως, όταν ερχόταν, το φως γύρω του γινόταν πιο απαλό.
Οι άνθρωποι ηρεμούσαν, τα λεωφορεία ερχόντουσαν στην ώρα τους.

Μια μέρα δεν ήρθε.
Ούτε την επόμενη.
Και ύστερα από μια εβδομάδα, το δέντρο άρχισε να μαραίνεται.

Η γυναίκα έφερε νερό η ίδια.
Και είδε στις ρίζες μια μικρή πέτρα, χωμένη στο χώμα.
Πάνω της, ξεθωριασμένα γράμματα:
«Εδώ στεκόταν το σπίτι μου. 1979.»

Έμεινε ακίνητη, με το ποτιστήρι στα χέρια.
Κατάλαβε τα πάντα.

Αργότερα οι γείτονες είπαν πως κάποτε εκεί υπήρχε σπίτι.
Κάηκε σε φωτιά, πριν από σαράντα χρόνια.
Ο άνδρας έχασε τότε τη γυναίκα και τον γιο του.
Κι όταν χτίστηκε η στάση, φύτεψε εκεί ένα δέντρο —
για να ζει κάτι, εκεί όπου η ζωή είχε χαθεί.

Τώρα το δέντρο μεγάλωσε.
Κάθε πρωί κάποιος το ποτίζει.
Όχι από λύπηση, αλλά από σεβασμό.

Κανείς δεν τον λέει πια «παράξενο».
Απλώς κοιτούν το δέντρο και γνέφουν σιωπηλά.

Γιατί τώρα ξέρουν:
μερικές φορές η μνήμη ριζώνει εκεί που η καρδιά κάποτε κάηκε.

Like this post? Please share to your friends:

Μπορεί επίσης να σας αρέσει