Η άνοιξη ήρθε αθόρυβα.
Το κρύο ζούσε ακόμα στη γη, μα ο αέρας μύριζε λιωμένο χιόνι και κάτι καινούργιο, ελαφρώς πικρό — ελπίδα.
Η Λένα καθόταν στο παράθυρο και παρακολουθούσε τις σταγόνες της βροχής να κυλούν αργά στο τζάμι.
Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο, μα τα μάτια κουρασμένα, σαν να μην είχε κοιμηθεί πολλές νύχτες.
Στο διπλανό δωμάτιο ανάσαινε ήσυχα ο μικρός της αδερφός.
Μετά το ατύχημα σχεδόν δεν σηκωνόταν, και οι γιατροί έλεγαν πως χωρίς εγχείρηση δεν υπήρχε ελπίδα.
Το ποσό ήταν τεράστιο, κι ο χρόνος λίγος.
Όταν της πρότειναν βοήθεια, δεν πίστεψε αμέσως.
Ένας άντρας που δεν γνώριζε της είπε απλά:
— Θα πληρώσω τα πάντα. Αλλά θα παντρευτείς εμένα.
Δεν εξήγησε γιατί.
Δεν είπε για ποιο λόγο το ήθελε.
Η φωνή του δεν είχε ούτε θυμό ούτε τρυφερότητα — μόνο τη σιγουριά κάποιου που έχει μάθει να λύνει τα πάντα με χρήματα.
Η Λένα σιώπησε για ώρα.
Ύστερα έγνεψε καταφατικά.
Όχι για τον εαυτό της — για εκείνον που κειτόταν στο διπλανό δωμάτιο, χλωμός και σιωπηλός σαν την ίδια την ελπίδα.
Ο γάμος έγινε σχεδόν χωρίς ήχο.
Δημαρχείο, γκρίζος ουρανός, αχνό φως από τα παράθυρα.
Εκείνη φορούσε απλό φόρεμα, χωρίς πέπλο, χωρίς χαμόγελο.
Εκείνος — με σκούρο παλτό, λίγο μεγαλύτερος, με ανέκφραστο πρόσωπο.
Όταν τους ζήτησαν να ανταλλάξουν δαχτυλίδια, εκείνος το έκανε προσεκτικά, σαν να φοβόταν να την αγγίξει.
Και εκείνη τη στιγμή, για μια στιγμή μόνο, τα βλέμματά τους συναντήθηκαν.
Στα μάτια του είδε όχι ψύχος — αλλά κόπωση. Και ίσως κάτι σαν οίκτο.
Τρεις μέρες μετά, έγινε η εγχείρηση.
Ο αδερφός της επέζησε.
Και εκείνη έκλαψε για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό — σιωπηλά, σχεδόν ανεπαίσθητα, καθισμένη στο περβάζι του ίδιου δωματίου όπου πρόσφατα στεκόταν ο θάνατος.
Η ζωή με τον άγνωστο ήταν σαν τη σιωπή μετά την καταιγίδα.
Δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου, δεν την άγγιζε, δεν ρωτούσε.
Αλλά κάθε πρωί άφηνε στο τραπέζι το αγαπημένο της τσάι.
Και κάποιες φορές, όταν νόμιζε πως δεν τον έβλεπε, την κοιτούσε — με βλέμμα βαθύ, ήσυχο, σαν να έψαχνε κάτι χαμένο.
Ένα βράδυ, ενώ η πόλη βυθιζόταν στη βροχή, είπε:
— Δεν ήθελα να σου χρωστάς. Ήθελα απλώς ο αδερφός σου να ζήσει.
Η Λένα τον κοίταξε για ώρα.
Ύστερα απάντησε ήρεμα:
— Ευχαριστώ.
Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκε ήσυχα.
Κι όταν ξύπνησε το πρωί, εκείνος είχε φύγει.
Μόνο ένα σημείωμα στο τραπέζι:
«Μερικές φορές πρέπει να φύγεις για να αφήσεις κάποιον να ζήσει.»
Το φύλαξε για πολλά χρόνια.
Όχι σαν ανάμνηση —
αλλά σαν απόδειξη ότι ακόμα και οι πιο παράξενες πράξεις μερικές φορές γίνονται από αγάπη.
