Ο ήλιος στεκόταν ψηλά, ο αέρας έτρεμε από τη ζέστη.
Το καλοκαίρι ήταν στο αποκορύφωμά του — νωθρό, αργό, πυκνό σαν μέλι.
Η Άννα έβαζε το βραστήρα, η Μαρία φρόντιζε τα λουλούδια κοντά στο φράχτη.
Όλα ήταν όπως πάντα: οι μέλισσες βούιζαν, ο κόκορας λάλησε στην αυλή του γείτονα, κι η γάτα ήταν ξαπλωμένη στο περβάζι.
Μόνο ο Μπρούνο δεν ήρθε για πρωινό.
Συνήθως ήταν ο πρώτος που εμφανιζόταν — βαριά πατώντας τις πατούσες του στην αυλή, με χαρούμενο γάβγισμα και ανόητη ευτυχία στα μάτια. Αλλά σήμερα ήταν ήσυχα. Πολύ ήσυχα. Στην αρχή η Άννα νόμιζε πως απλώς κοιμόταν κάπου στη σκιά, πίσω από την αποθήκη. Αλλά τότε άκουσε έναν ήχο. Βαθύ, βραχνό — σαν κάποιος να πνιγόταν. Όχι γάβγισμα. Όχι στεναγμός. Κάτι άλλο.
Η Άννα πάγωσε. Η Μαρία σήκωσε το κεφάλι της από τα λουλούδια.
Και οι δύο κατάλαβαν — κάτι δεν πήγαινε καλά.
— Μπρούνο! — φώναξε η Άννα.
Καμία απάντηση.
Ο ήχος επαναλήφθηκε. Πιο κοντά. Σαν κάτι να κινιόταν κάτω απ’ τη γη.
Αντάλλαξαν βλέμματα. Η Άννα προχώρησε στο μονοπάτι, όπου το χορτάρι έφτανε σχεδόν στα γόνατα. Η ζέστη ήταν βαριά, ο αέρας έτρεμε, σαν να κρατούσε η ίδια η φύση την ανάσα της. Και ξαφνικά το χορτάρι… κινήθηκε σαν κύμα. Αργά. Βαριά.
Η Μαρία στάθηκε παγωμένη κοντά στο φράχτη. Η Άννα κοίταζε, μην πιστεύοντας στα μάτια της. Το χορτάρι κινούνταν — σαν κάτι τεράστιο να έρπει από κάτω.
— Μαρία… — ψιθύρισε.
Και τότε, μέσα απ’ το χορτάρι, φάνηκε κάτι. Ένα παχύ, λαμπερό σώμα κάτω απ’ τον ήλιο. Δέρμα με σχέδια, σαν φτιαγμένα από μέταλλο και κάρβουνο. Κίνηση ομαλή, αλλά βαριά. Ανάσα ψυχρή, σαν το ίδιο το έδαφος να συρίζε.
Οι δύο γυναίκες πάγωσαν. Η καρδιά της Άννας χτύπαγε στον λαιμό της. Είχε δει φίδια και πριν, αλλά όχι τέτοια. Αυτό δεν ήταν απλώς ένα ζώο — ήταν κάτι άλλο. Το σώμα του, κουλουριασμένο, έσερνε το χορτάρι, κι από κάτω… κάτι κινιόταν ξεχωριστά.
Η Άννα ούρλιαξε. Άρπαξε την παλιά τσουγκράνα από τον φράχτη. Η Μαρία, χωρίς λέξη, άρπαξε μια σκούπα.
Όρμησαν μπροστά. Χωρίς να σκεφτούν, χωρίς να καταλάβουν. Μόνο με εκείνον τον απελπισμένο φόβο που δεν ρωτά αν πράττεις σωστά.
Φωνές, θόρυβος, ήχος μετάλλου. Η τσουγκράνα χτυπούσε το χορτάρι, τον αέρα, το γλιστερό δέρμα. Το φίδι σφύριζε, συστρεφόταν, υποχωρούσε στο πλάι. Η σκόνη ανέβαινε στήλη. Ο ήλιος τύφλωνε, τα χέρια έτρεμαν, μα δεν σταματούσαν.
Κάποιος γείτονας πρόβαλε στην πύλη, κάποιος φώναξε — μα οι γιαγιάδες δεν άκουγαν τίποτα πια. Για εκείνες υπήρχε μόνο ένα πράγμα —
εκείνο το χορτάρι, εκείνη η σκιά, εκείνος ο τρόμος που ανάσαινε μπροστά τους.
Και τότε — μια κίνηση. Το φίδι λύγισε απότομα, τα δαχτυλίδια του σφίχτηκαν. Κάτω απ’ το σώμα του ακούστηκε ήχος. Βραχνός, κομμένος.
Ζωντανός.
Η Άννα έκανε πίσω. Η Μαρία έβαλε το χέρι στο στήθος της. Το σώμα του φιδιού έτρεμε, σαν κάτι να πάλευε μέσα του.
Και σε μια στιγμή στράφηκε. Το τεράστιο κεφάλι υψώθηκε πάνω απ’ το χορτάρι, μάτια σαν δύο σταγόνες μαύρου πετρελαίου έλαμψαν στον ήλιο. Και τότε, από το ανοιχτό στόμα του φιδιού — απότομα, με δύναμη — τινάχτηκε κάτι στο έδαφος.
Οι γυναίκες ούρλιαξαν.
Στο χορτάρι, μέσα στη σκόνη, ήταν ξαπλωμένος ο Μπρούνο. Ο αγαπημένος τους σκύλος. Βρεγμένος, άψυχος σχεδόν, γεμάτος χώμα και χορτάρι. Από το στόμα του φιδιού κρεμόταν μια λεπτή κλωστή σάλιου, που γυάλιζε στο φως.
Μια στιγμή — και το φίδι έρπει πίσω, χάνεται μέσα στο χορτάρι. Αργά, σαν να διαλυόταν μέσα στον καυτό αέρα.
Η Άννα έπεσε στα γόνατα κοντά στο σκύλο. Ο Μπρούνο ανέπνεε. Βαριά, βραχνά, μα ανέπνεε. Τα μάτια του άνοιξαν λίγο, έκλαψε σιγανά, ακουμπώντας το κεφάλι στα γόνατά της.
Κι εκεί, μακριά, πίσω απ’ το φράχτη, το χορτάρι συνέχιζε να κυματίζει για ώρα — σαν κάτι αρχαίο και πεινασμένο, βαθιά μέσα στη γη,
να γύριζε στο λαγούμι του.