Το φως στο καφέ του άναβε πρώτο — σαν να έπαιρνε παράδειγμα από την αυγή. Ο Νόα ερχόταν πριν αρχίσει να ζωντανεύει η πόλη. Μέσα μύριζε καφές, φρέσκο ψωμί και κάτι ζεστό, ανθρώπινο. Άναβε τα φώτα, άνοιγε τα παράθυρα, άκουγε το ξύλο να τρίζει και το νερό να στάζει σιγά-σιγά στο νεροχύτη. Στον δρόμο ανέβαινε ατμός — η αναπνοή της πόλης, που ακόμα κοιμόταν.
Κάθε πρωί έβαζε ένα κουτί στην πόρτα. Απλό, από χαρτόνι, δεμένο με σπάγκο. Πάνω του είχε μια τακτοποιημένη σημείωση: «Για όσους έχουν δύσκολη μέρα σήμερα».
Μέσα υπήρχε ζεστή σούπα, ένα κομμάτι ψωμί, ένα μήλο, μερικές φορές τσάι σε θερμός. Ποτέ δεν περίμενε να δει ποιος θα την πάρει. Απλά ήξερε: θα την πάρουν.
«Θα την αφήσεις πάλι;» ρώτησε μια φορά η σερβιτόρα. «Και αν δεν την πάρει κανείς;»
«Τότε αύριο θα την πάρει κάποιος άλλος», απάντησε.
Ήθελε να πει κάτι ακόμα, αλλά σιώπησε. Η φωνή του είχε μια ηρεμία που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις.
Μερικές φορές έβλεπε κάποιον να πλησιάζει — έναν άντρα με παλιό παλτό, μια γυναίκα με ένα παιδί, έναν έφηβο με σακίδιο. Πάντα γρήγορα, ντροπαλά, χωρίς να κοιτάζουν γύρω τους. Πήραν το κουτί, σαν να έκαναν κάτι ντροπιαστικό. Ο Νόα πάντα γύριζε το κεφάλι. Δεν ήθελε να τους ζητήσει εξηγήσεις.
Το μεσημέρι το καφέ γέμιζε με φωνές, ατμό, θόρυβο από τα πιάτα. Οι άνθρωποι έτρωγαν, γελούσαν, διαφωνούσαν. Έφερνε πιάτα, σκούπιζε τον πάγκο και μερικές φορές έπιανε τον εαυτό του να σκέφτεται: ίσως κάποιος από αυτούς είχε κάποτε περάσει εκείνη την πολύ δύσκολη μέρα. Απλά τώρα γελούσαν.
Μια μέρα το πρωί βγήκε αργότερα από το συνηθισμένο — ξέχασε τα κλειδιά, μετά του έπεσε ο σάκος με το αλεύρι. Όταν έφτασε στην πόρτα, το κουτί δεν ήταν πια εκεί. Αλλά στη θέση του βρισκόταν ένα φάκελος. Μέσα του — μια ζωγραφιά, ζωγραφισμένη από παιδικό χέρι: ένα πιάτο σούπα, ο ήλιος και η υπογραφή: «Ευχαριστώ, κύριε Νόα. Τώρα έχουμε κι εμείς πρωί».
Κάθισε στα σκαλιά, σφίγγοντας το σχέδιο στην αγκαλιά του. Ο αέρας μύριζε κανέλα, φρέσκο ψωμί και κάτι άλλο — ελαφρότητα. Όχι ευτυχία, όχι. Απλά την αίσθηση ότι το σιωπηλό «για κάποιον» του έφτασε εκεί που έπρεπε.
Την επόμενη μέρα έβαλε δύο κουτιά. Και δίπλα έβαλε ένα ακόμα σημείωμα:
«Μερικές φορές είναι δύσκολα όχι μόνο για όσους πεινάνε. Μερικές φορές — για όσους σιωπούν. Πάρτε, αν χρειαστείτε.»
Το βράδυ δεν υπήρχαν πια. Μόνο ένα μικρό βότσαλο είχε μείνει στη θέση των κουτιών — σαν σημάδι. Χαμογέλασε, έκλεισε το καφέ και έσβησε τα φώτα.
Και πίσω από την πόρτα, κάποιος, ίσως για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, έτρωγε όχι από ανάγκη — αλλά από ευγνωμοσύνη.