Η μέρα άρχισε όπως πάντα — ήσυχα, ζεστά, νωχελικά.
Ο ήλιος, βαρύς και χρυσός, ανέβαινε αργά πάνω απ’ τα χωράφια, λούζοντας τα πάντα σε απαλό φως.
Ο αέρας ήταν πυκνός, ζεστός, μύριζε σκόνη, χαμομήλι και φρέσκο ψωμί απ’ την αυλή του γείτονα.
Εκείνο το πρωινό, η Μαρία κουνουσε την κούνια στη βεράντα.
Το μωρό ανέπνεε ήρεμα, σφιγγοντας τη μικρή γροθιά του, κι κάτω απ’ τα σκαλοπάτια κοιμόταν κουλουριασμένο ένα γκρίζο φίδι.
Είχε εμφανιστεί απ’ την άνοιξη — δεν ενοχλούσε κανέναν, κι η Μαρία το είχε συνηθίσει.
Σχεδόν το ευχαριστούσε· από τότε δεν υπήρχαν πια ποντίκια κάτω απ’ το σπίτι.
Μα προς το μεσημέρι ο ουρανός άλλαξε.
Μια μυρωδιά καπνού απλώθηκε πάνω απ’ το χωριό — πικρή, ανησυχητική.
Στην αρχή η Μαρία νόμιζε πως κάποιος έκαιγε χόρτα.
Ύστερα άκουσε κρότο — σύντομο, σαν πυροβολισμό.
Σε ένα λεπτό η φωτιά ήδη έγλειφε τον τοίχο της κουζίνας.
Έτρεξε προς την κούνια, μα ο καπνός της τύφλωσε τα μάτια.
Το μωρό άρχισε να κλαίει — λεπτά, απελπισμένα.
Η Μαρία προσπάθησε να προχωρήσει, αλλά η ζέστη την απώθησε, σαν αόρατο τοίχο.
Σε απόγνωση βγήκε τρέχοντας, φωνάζοντας βοήθεια.
Οι γείτονες έτρεξαν — ανάμεσά τους ο γέρος Αντώνης.
Μέσα απ’ τη φωτιά είδε κάτι να κινείται — γυαλιστερό, γλιστερό.
Νόμιζε πως ήταν αρουραίος που έφευγε.
Μα ύστερα κατάλαβε: φίδι.
Βγήκε μέσα απ’ το φλεγόμενο πάτωμα, σύρθηκε προς την κούνια, όπου το μωρό έκλαιγε μέσα στις φλόγες.
Η φωτιά άγγιζε ήδη το σεντόνι.
Και τότε — το φίδι τυλίχτηκε γύρω απ’ το παιδί.
Κανείς δεν κατάλαβε πώς έγινε.
Ένα ρεύμα άνοιξε το παράθυρο, κι εκείνο, κρατώντας το παιδί μέσα στο σεντόνι, κινήθηκε προς τα έξω.
Ο Αντώνης πρόλαβε.
Άνοιξε τα χέρια του, κι έπειτα από μια στιγμή το παιδί έπεσε μέσα τους.
Το μωρό έκλαιγε — ζωντανό, τρομαγμένο, αλλά σώο.
Το φίδι όμως δεν βγήκε.
Έμεινε μέσα στη φωτιά.
Και όλοι είδαν το σώμα του να σηκώνεται για μια στιγμή — σαν μια τελευταία χειρονομία ευγνωμοσύνης — κι ύστερα να χάνεται.
Όταν έφτασαν οι πυροσβέστες, το σπίτι είχε σχεδόν καεί.
Η Μαρία στεκόταν στις στάχτες, κρατώντας το παιδί στην αγκαλιά της.
Στο πρόσωπό της — ούτε δάκρυ, ούτε λόγος. Μόνο σιωπή και απορία.
Αργότερα, ανάμεσα στα κάρβουνα, βρήκαν ένα σημάδι — μια καμπύλη, καμένη στο πάτωμα, εκεί όπου ήταν το φίδι.
Για καιρό η Μαρία δεν μιλούσε.
Μήνες αργότερα, όταν χτίστηκε το καινούργιο σπίτι, έφερε μια λεία, γκρίζα πέτρα και την άφησε στην είσοδο.
Χωρίς επιγραφή. Μόνο πέτρα.
Καμιά φορά, τα πρωινά, φαίνεται δίπλα της ένα λεπτό ίχνος — σαν κάποιος να περνά ξανά, αθόρυβα, προσεκτικά.
Οι γείτονες θυμούνται ακόμα εκείνη τη μέρα.
Άλλοι λένε — θαύμα.
Άλλοι — σύμπτωση.
Μα κάθε φορά που ο ήλιος πέφτει πάνω στην πέτρα, ο αέρας γίνεται λίγο πιο ζεστός.
Σαν υπενθύμιση:
η σωτηρία μπορεί να έρθει από εκεί που τη περιμένεις λιγότερο.
Ακόμα κι απ’ τη γη την ίδια.
