Μια γυναίκα κάλεσε τον γείτονά της για μεσημεριανό — και έμαθε ότι δεν είχε φάει σπιτικό φαγητό εδώ και δύο χρόνια

Η Άννα ζούσε σε ένα παλιό σπίτι στα προάστια της πόλης. Ήσυχη πολυκατοικία, οι περισσότεροι ένοικοι ηλικιωμένοι· όλοι γνωρίζονταν, αλλά οι κουβέντες περιορίζονταν σε ένα «καλημέρα» ή «τι καιρό έχουμε σήμερα».
Απέναντι της, στο ίδιο πλατύσκαλο, έμενε ένας άντρας γύρω στα εξήντα, ονόματι Βίκτορ. Ήρεμος, τακτικός, πάντα ευγενικός, αλλά σπάνια κρατούσε κουβέντα. Έφευγε νωρίς, γύριζε αργά, συχνά με σακούλες από το σούπερ μάρκετ.

Μια μέρα η Άννα τον πρόσεξε να κάθεται πολλή ώρα στο παγκάκι μπροστά στην είσοδο — κοιτούσε το έδαφος, δεν βιαζόταν να ανέβει. Τον πλησίασε και ρώτησε:
— Όλα καλά, Βίκτορ;
Χαμογέλασε ελαφρά, κουρασμένα.
— Ναι, απλώς είμαι κουρασμένος. Ξέρετε, καμιά φορά, όταν το σπίτι είναι πολύ ήσυχο, δεν έχεις όρεξη ούτε για ένα τσάι.

Την επόμενη μέρα η Άννα μαγείρεψε μπορς — πηχτό, αρωματικό, όπως το έκανε η μητέρα της. Μετά τηγάνισε κεφτέδες, έκοψε ψωμί, έστρωσε το τραπέζι — κι ύστερα είδε πως είχε βάλει δύο πιάτα. Δίστασε για λίγο. Ύστερα πήρε τον αριθμό που της είχε αφήσει «για κάθε περίπτωση».

— Βίκτορ, έφτιαξα πολύ μπορς — κρίμα να πάει χαμένο! Ελάτε να φάμε.

Ήρθε δέκα λεπτά μετά — αμήχανα, σαν να έμπαινε για πρώτη φορά σε ξένο σπίτι. Κάθισε, την ευχαρίστησε, αλλά δεν ξεκίνησε αμέσως να τρώει.
Η Άννα χαμογέλασε:
— Θα κρυώσει!

Πήρε το κουτάλι, δοκίμασε — και σταμάτησε.
— Ξέρετε, — είπε σιγανά, — δεν έχω φάει σπιτικό φαγητό εδώ και δύο χρόνια. Μετά τον θάνατο της γυναίκας μου… μόνο σάντουιτς, στιγμιαία σούπα… Μα αυτό — μυρίζει σπίτι.

Η Άννα κατέβασε τα μάτια, κάνοντας πως ισιώνει το τραπεζομάντηλο. Το βράδυ κύλησε ήσυχα· μίλησαν για τα παλιά, για ταινίες, για τους γείτονες. Όταν ο Βίκτορ έφυγε, άφησε πάνω στο τραπέζι ένα μικρό μπουκέτο γαρύφαλλα.

Από τότε, κάθε Κυριακή, το σπίτι της Άννας μύριζε φαγητό — και ένα επιπλέον πιάτο περίμενε στο τραπέζι.

Like this post? Please share to your friends:

Μπορεί επίσης να σας αρέσει