Νόμιζε πως το κουνέλι απλώς έπαιζε — μέχρι που είδε τι έβγαλε από το χώμα

Το πρωί ήταν διάφανο και ζεστό.
Ο ήλιος ανέβαινε αργά πάνω από τον παλιό μηλεώνα, και στον αέρα αιωρούνταν η μυρωδιά του βρεγμένου χορταριού, της μέντας και κάτι ελαφρώς γλυκού — σαν μια παιδική ανάμνηση που δεν μπορεί να επιστρέψει.
Η Άννα στεκόταν στο παράθυρο με ένα φλιτζάνι καφέ, όταν παρατήρησε ότι το κουνέλι έσκαβε το χώμα κάτω από την ανθοπαρτέρι.

Δεν το έκανε όπως συνήθως.
Όχι για παιχνίδι, ούτε από ανία.
Κάθε του κίνηση ήταν ακριβής, σίγουρη — σαν να ήξερε πού να ψάξει.
Το χώμα πετούσε σε μαλακά κομμάτια, το πρωινό φως περνούσε μέσα από τα φύλλα και έπεφτε σε χρυσές κηλίδες πάνω στη γούνα του.

Η Άννα βγήκε στον κήπο.
Το γρασίδι ήταν ακόμα δροσερό, και στον ιστό της αράχνης λαμπύριζαν μικρές σταγόνες δροσιάς.
Το κουνέλι δεν τρόμαξε. Απλώς σταμάτησε, την κοίταξε — και απομακρύνθηκε αργά στο πλάι, αφήνοντας μπροστά του ένα ρηχό λάκκο.
Κάτι έλαμψε μέσα, μόλις ορατό, σαν αντανάκλαση από παλιό καθρέφτη.

Η Άννα έσκυψε και άγγιξε το χώμα με τα δάχτυλά της.
Κάτω από τις υγρές ρίζες φάνηκε ένα ασημένιο μενταγιόν. Θαμπό, με ένα μικρό κούμπωμα που μόλις κρατιόταν στην αλυσίδα.
Το άνοιξε προσεκτικά.
Μέσα — μια μικροσκοπική φωτογραφία. Ένα κορίτσι περίπου επτά ετών με ένα λευκό σκυλί.
Άγνωστο πρόσωπο, αλλά ένα βλέμμα παράξενα οικείο.
Σαν κάποιος να την κοιτούσε μέσα από τον χρόνο.

Η Άννα έδειξε το εύρημα στη γειτόνισσά της — μια ηλικιωμένη γυναίκα που ζούσε απέναντι.
Εκείνη σώπασε για ώρα και ύστερα είπε:
— Κάποτε υπήρχε εδώ ένα σπίτι. Μετά τη φωτιά έμεινε μόνο ο κήπος. Το κορίτσι πέθανε.
Η Άννα άκουγε, νιώθοντας ένα ελαφρύ ρίγος να διαπερνά το δέρμα της.
Το κουνέλι καθόταν δίπλα της — ήσυχο, ακίνητο, σαν να καταλάβαινε κάθε λέξη.

Το βράδυ, το μενταγιόν βρισκόταν στο περβάζι.
Ο ήλιος του δειλινού περνούσε μέσα από την κουρτίνα και καθρεφτιζόταν στο τζάμι.
Η Άννα πλησίασε — και για μια στιγμή της φάνηκε πως το κορίτσι στη φωτογραφία χαμογελούσε.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια της — και το χαμόγελο χάθηκε.
Το κουνέλι καθόταν στα πόδια της, κοιτάζοντας προς την ίδια κατεύθυνση.

Από τότε δεν ξαναέσκαψε.
Μόνο πού και πού καθόταν στο ίδιο σημείο και έμενε εκεί ώρα πολλή, κοιτάζοντας το κενό, σαν να άκουγε κάτι.
Η Άννα συνήθισε — στη σιωπή, στη μυρωδιά των μηλιών, στο απαλό ψιθύρισμα του χορταριού που θύμιζε ανάσα.

Μερικές φορές, τα πιο ήσυχα πρωινά, ένιωθε — ο κήπος είχε αλλάξει.
Σαν κάποιος αόρατος να είχε επιτέλους βρει γαλήνη.
Και το κουνέλι απλώς είχε βοηθήσει.

Like this post? Please share to your friends:

Μπορεί επίσης να σας αρέσει