Ο ήλιος ήταν ψηλά, λιώνοντας τον αέρα πάνω από το χωριό, και ακόμη και οι παλιοί φράχτες φαινόταν εκτυφλωτικά λευκοί. Στο δρόμο προς το σπίτι, η σκόνη ανέβαινε αργά — χρυσή, ελαφριά, σαν να ήθελε να ρίξει μια ματιά σε αυτή τη στιγμή. Το αυτοκίνητο σταμάτησε στην πύλη και η σιωπή, πυκνή και προσεκτική, έμοιαζε να κρατάει την ανάσα της.
Πρώτος βγήκε ο νεαρός — ψηλός, με ανοιχτόχρωμο πουκάμισο, λίγο ντροπαλός. Ακολουθούσε μια κοπέλα, λεπτή, ξανθιά, με ένα μπουκέτο αγριολούλουδα στα χέρια. Κοίταξε γύρω της, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί αν είχε ξαναβρεθεί εκεί. Η ατμόσφαιρα μύριζε μηλιά και ζεστή σκόνη, κάπου πίσω από το υπόστεγο γάβγιζε ένας σκύλος.
Στο κατώφλι στεκόταν μια γιαγιά — με σκούρο φόρεμα, με το γέρικο χέρι της να κρατάει το πλαίσιο της πόρτας. Τους κοίταξε, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της από τον ήλιο, και ξαφνικά έμεινε ακίνητη. Στα μάτια της έλαμψε μια αναγνώριση, τόσο απροσδόκητη, που τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν.
Η κοπέλα πλησίασε, χαμογέλασε αμήχανα και της έδωσε τα λουλούδια. Και εκείνη τη στιγμή η γιαγιά άρχισε να κλαίει σιγανά. Όχι δυνατά — τα δάκρυα απλώς κυλούσαν στις ρυτίδες της, αφήνοντας ίχνη, σαν ανοιξιάτικα ρυάκια στο χιόνι.
Όλοι πάγωσαν. Ο νεαρός έσκυψε το κεφάλι, χωρίς να καταλαβαίνει τι είχε συμβεί.
«Μαμά, τι κάνεις…», ψιθύρισε.
Και η γιαγιά απλώς κούναγε το κεφάλι και επαναλάμβανε τα ίδια λόγια:
«Θεέ μου, τι πρόσωπο που έχει…».

Αργότερα, όταν ο ήλιος έδυε, κάθονταν στην αυλή. Στο τραπέζι υπήρχε τσάι, κέικ και ένα παλιό άλμπουμ με ξεθωριασμένες φωτογραφίες.
Και τότε η γιαγιά μίλησε.
Κάποτε είχε μια αδελφή, τη Νίνα. Έφυγε μετά τον πόλεμο, δεν επέστρεψε, έγραφε σπάνια, και μετά τα γράμματα σταμάτησαν να έρχονται. Μόνο μια φωτογραφία έμεινε: δύο κορίτσια κάτω από μια μηλιά, και οι δύο γελάνε, και οι δύο με κοτσίδες.
«Είσαι σαν αυτή που έφυγε», είπε κοιτάζοντας τη νύφη. «Τα ίδια μάτια. Το ίδιο χαμόγελο».
Η κοπέλα πάγωσε.
«Η γιαγιά μου λεγόταν Νίνα», είπε σιγά-σιγά. «Πάντα έλεγε ότι κάποτε είχε μια αδελφή στο χωριό…
Και τότε όλοι κατάλαβαν γιατί η μοίρα έφερε τόσο παράξενα κοντά αυτές τις δύο.
Το σούρουπο έπεσε απαλά, σαν κάποιος να κάλυψε το σπίτι με ένα ζεστό κάλυμμα. Ακουγόταν το θρόισμα των χελιδονιών κάτω από τη στέγη, το μουγκρητό μιας αγελάδας κάπου μακριά.
Η γιαγιά καθόταν στον πάγκο και τους κοίταζε — νέους, ευτυχισμένους, και στα μάτια της δεν υπήρχαν πια δάκρυα. Μόνο φως.
Σκεφτόταν ότι όλα στη ζωή έχουν νόημα. Ότι ακόμα και ο χωρισμός, αν περιμένεις αρκετά, κάποια στιγμή επιστρέφει — στα μάτια κάποιου, σε ένα χαμόγελο, σε ένα απλό «γεια».