Όταν ο Ντομίνικ γύρισε στο παλιό διαμέρισμα της μητέρας του, ο αέρας εκεί φαινόταν ακίνητος. Όλα έμεναν όπως τα είχε αφήσει: το φλιτζάνι στο περβάζι, η παλιά πολυθρόνα μπροστά στην τηλεόραση, η οικογενειακή φωτογραφία στον τοίχο. Για καιρό δεν τολμούσε να αρχίσει να αγγίζει τα πράγματά της. Όλα έμοιαζαν υπερβολικά προσωπικά — σαν να αγγίζεις το παρελθόν που ακόμη αναπνέει.
Ξεκίνησε από τη ντουλάπα — παλιά, που έτριζε, με μυρωδιά λεβάντας. Μέσα υπήρχαν τακτοποιημένα φορέματα, ένα κουτί με κουμπιά, ένα άλμπουμ με κιτρινισμένες φωτογραφίες. Μα στο βάθος, πίσω από μια στοίβα πουλόβερ, είδε ένα ξύλινο κουτί. Μικρό, με φθαρμένο σχέδιο, κλειδωμένο με ένα μικροσκοπικό λουκέτο.
Το κλειδί το βρήκε αργότερα — στο κουτί με τις κλωστές, ανάμεσα σε καρούλια και βελόνες. Το λουκέτο άνοιξε, το καπάκι σήκωσε.
Μέσα υπήρχαν γράμματα. Δεμένα προσεκτικά με μια γαλάζια κορδέλα. Και από πάνω — μια φωτογραφία, όπου μια νεαρή γυναίκα χαμογελούσε κρατώντας το χέρι ενός άντρα που εκείνος δεν είχε ξαναδεί ποτέ.
Έλυσε την κορδέλα και άρχισε να διαβάζει. Το πρώτο γράμμα είχε ημερομηνία είκοσι χρόνια πριν από τη γέννησή του.
«Αγαπημένε μου, ακόμα περιμένω. Κανείς δεν ξέρει ότι υπάρχεις. Κρατώ το γράμμα σου σαν ανάσα.»
Ο Ντομίνικ διάβαζε, και με κάθε γραμμή ξεδιπλωνόταν μπροστά του μια ζωή της μητέρας του που δεν ήξερε ποτέ. Μια αγάπη που κουβαλούσε μέσα της δεκαετίες ολόκληρες.
Το τελευταίο γράμμα ήταν σύντομο.
«Δεν σου έγραψα την τελευταία λέξη όσο ζούσα. Μα ίσως ο γιος μου κάποτε μάθει πως αγάπησα.»
Καθόταν στο πάτωμα, κρατώντας τα γράμματα, και ένιωθε το παρελθόν και το παρόν να γίνονται ένα.
Τώρα αυτό το κουτί βρίσκεται στο σπίτι του — όχι σαν μυστικό, αλλά σαν υπενθύμιση πως κάθε μητέρα έχει μια ιστορία που φυλά στην καρδιά της μέχρι το τέλος.
