Κάθε πρωί στη γειτονιά ξεκινούσε το ίδιο.
Κρύος αέρας, δρόμοι βρεγμένοι απ’ τη δροσιά και η μυρωδιά φρέσκου ψωμιού απ’ τον φούρνο της γωνίας.
Ο Ντίμα, αδύνατος έφηβος με μια τσαλακωμένη σχολική τσάντα, έτρεχε στο μικρό μαγαζάκι της γειτονιάς.
Πάντα αγόραζε το ίδιο — χυμό πορτοκαλιού με καλαμάκι.
Η πωλήτρια, η θεία Σβέτα, τον υποδεχόταν με το γνώριμο χαμόγελο:
— Καλημέρα, πρωταθλητή. Πάλι ο χυμός σου;
— Ναι, — απαντούσε εκείνος αφήνοντας τα κέρματα.
Κάποιες μέρες δεν του έφταναν.
Κοκκίνιζε, άφηνε ό,τι είχε και έφευγε βιαστικά.
Η θεία Σβέτα απλώς του χαμογελούσε:
— Τρέχα, μην αργήσεις στο σχολείο.
Μήνες πέρασαν έτσι.
Μέχρι που μια μέρα παρατήρησε κάτι περίεργο — στο ταμείο, το χαρτάκι ήταν άδειο.
— Δεν εκτυπώθηκε η απόδειξη; — ρώτησε.
— Ε, μάλλον χάλασε το μηχάνημα, — είπε η γυναίκα.
Αλλά ο Ντίμα είδε φως στο μαγαζί αργά το βράδυ και πλησίασε.
Μέσα ήταν ο γείτονάς του, ο παππούς Κόστια. 👴
Κρατούσε τον ίδιο χυμό και έλεγε χαμηλόφωνα:
— Αύριο θα έρθει πάλι, στις 7:45. Γράψ’ το σε μένα.
— Ακόμα πληρώνετε γι’ αυτόν;
— Και γιατί όχι; — απάντησε. — Κάποτε κι ο γιος μου πήγαινε σχολείο χωρίς πρωινό. Τότε δεν υπήρχε κανείς να τον βοηθήσει.
Το επόμενο πρωί ο Ντίμα μπήκε πιο αργά στο μαγαζί.
— Σήμερα πληρώνω εγώ, — είπε και άφησε ένα χαρτονόμισμα.
— Καλά, πρωταθλητή. Μην αργήσεις στο σχολείο, — χαμογέλασε η θεία Σβέτα.
Το βράδυ βρήκε τον παππού Κόστια στο παγκάκι.
— Εσείς πληρώνατε για μένα, έτσι δεν είναι;
— Εγώ, — είπε εκείνος χαμογελώντας. — Δεν το έκανα για ευχαριστώ. Μερικές φορές απλώς θέλεις κάποιος να ξεκινήσει τη μέρα του με κάτι όμορφο.
— Ευχαριστώ, — είπε ο Ντίμα.
— Δεν χρειαζόταν να το μάθεις, — του απάντησε ήρεμα. — Αρκεί να μεγαλώσεις και να μείνεις άνθρωπος.
Έμειναν σιωπηλοί κάτω από τον ήλιο που έδυε. Και για μια στιγμή, ο κόσμος έμοιαζε αληθινά καλός.