Ύψος — τέσσερις χιλιάδες μέτρα.
Ο αέρας μύριζε μέταλλο και ήλιο. Ο Έντουαρντ στεκόταν στο ανοιχτό άνοιγμα, τα δάχτυλά του σφιγμένα στη ζώνη, και η καρδιά του χτυπούσε σταθερά, μα υπερβολικά δυνατά.
Ο εκπαιδευτής φώναξε κάτι σαν «έτοιμος;», αλλά ο άνεμος κατάπιε τα λόγια.
Έγνεψε.
Και έκανε το βήμα.
Ο κόσμος αναποδογύρισε. Ο θόρυβος χάθηκε. Υπήρχε μόνο ο αέρας — πυκνός σαν νερό. Το πρόσωπο έκαιγε από το κρύο, τα αυτιά βούιζαν.
Έπεφτε. Στην αρχή γρήγορα, έπειτα σαν πιο αργά. Ο ήλιος έγινε μια γραμμή, η γη μια πράσινη κηλίδα που μεγάλωνε κάθε δευτερόλεπτο.
Τράβηξε το δαχτυλίδι.
Μία.
Δύο.
Τίποτα.
Ο πανικός δεν ήρθε αμέσως. Σαν να στεκόταν δίπλα του και περίμενε.
Ξανατράβηξε — μάταια. Ο ιμάντας τον χτύπησε στον ώμο.
Η γη πλησίαζε, ο ήχος δυνάμωνε, το σώμα γινόταν βαρύ και ελαφρύ ταυτόχρονα.
Και ξαφνικά — σιωπή.
Όλα σταμάτησαν. Ο αέρας έγινε πυκνός, διάφανος.
Κατάλαβε ότι δεν ανέπνεε, αλλά ούτε και πνιγόταν.
Μπροστά στα μάτια του — φως, ζεστό και ήρεμο.
Η μνήμη επέστρεψε όχι με κραυγή, αλλά με ψίθυρο.
Αυτό το άλμα — το είχε ξαναδεί. Πολλές φορές. Στο όνειρο.
Κάθε φορά ήταν το ίδιο: φόβος, αέρας, γη. Και κάθε φορά η ίδια σκέψη: όσο πέφτεις, είσαι ζωντανός.
Χαμογέλασε.
Όχι από τρέλα, αλλά από γαλήνη.
Η πτώση έγινε ξαφνικά πτήση. Ο ουρανός τον δέχτηκε σαν δικό του.
Ύστερα ξύπνησε.
Ιδρώτας στον λαιμό, το μαξιλάρι κρύο, η αναπνοή κοφτή αλλά ζωντανή.
Ξάπλωσε στο σκοτάδι, ακούγοντας την καρδιά του να βρίσκει ξανά τον ρυθμό της.
Στο κομοδίνο — το εισιτήριο για το άλμα, αγορασμένο χθες.
Το κοίταξε, για ώρα, ήρεμα.
Και ψιθύρισε, σαν απάντηση στο ίδιο του το όνειρο:
— Όχι ακόμα.