Ο ποταμός βρυχόταν μετά την καταιγίδα.
Οι όχθες γλιστρούσαν, το νερό θολό, βαρύ.
Ο Τόμας περπατούσε κατά μήκος του ρεύματος, όταν άκουσε έναν παράξενο ήχο — ούτε κραυγή, ούτε γάβγισμα, ούτε μηχανή.
Ήταν ένας βρυχηθμός. Βαθύς, πνιχτός.
Στην απέναντι όχθη κάτι τεράστιο πάλευε στο νερό.
Κίτρινο τρίχωμα, πιτσιλιές, νύχια, μάτια γεμάτα τρόμο.
Ένα λιοντάρι. Αληθινό.
Προσπαθούσε να βγει, μα το ρεύμα το χτυπούσε στις ρίζες των δέντρων, το τραβούσε πίσω.
Κάθε λογικός άνθρωπος θα έτρεχε.
Ο Τόμας όμως έμεινε ακίνητος, έπειτα έβγαλε το μπουφάν και μπήκε στο παγωμένο νερό.
Δεν ήξερε γιατί. Απλώς — δεν μπορούσε να φύγει.
Το νερό τον χτυπούσε στο στήθος, τον τραβούσε προς τα κάτω.
Έφτασε το ζώο, το άρπαξε από τη χαίτη και προσπάθησε να το κατευθύνει προς την όχθη.
Το λιοντάρι βρυχήθηκε — σύντομα, αδύναμα, όχι απειλητικά, μάλλον από φόβο.
Ο Τόμας το έσπρωχνε, νιώθοντας τα χέρια του να μουδιάζουν. Δυο-τρεις φορές σκέφτηκε να τα παρατήσει, μα κάτι σ’ εκείνα τα μάτια τον κράτησε.
Όταν βγήκαν, έπεσαν και οι δύο στην άμμο.
Ο Τόμας ανάσαινε βαριά, νιώθοντας τη γη να τρέμει από το σώμα του ζώου δίπλα του.
Περίμενε να σηκωθεί, να βρυχηθεί, να ορμήσει. Ένστικτο. Φύση. Τέλος.
Μα το λιοντάρι σηκώθηκε αργά.
Η βρεγμένη του χαίτη κολλούσε στον λαιμό, η ανάσα του βαριά.
Κοίταξε τον Τόμας για ώρα — ήσυχα, σχεδόν ήρεμα.
Ύστερα πλησίασε. Ο Τόμας δεν κουνήθηκε, μόνο έκλεισε τα μάτια.
Και τότε το λιοντάρι έκανε ένα βήμα και ακούμπησε απαλά το μέτωπό του στον ώμο του.
Ζεστό, βαρύ, ζωντανό.
Έμεινε έτσι λίγα δευτερόλεπτα και μετά απλώς έφυγε προς το δάσος.
Ο Τόμας κάθισε στην όχθη κοιτάζοντας πίσω του, χωρίς να πιστεύει τι είχε συμβεί.
Στην άμμο έμειναν δύο σειρές αποτυπωμάτων — ανθρώπινα και ζωικά — δίπλα, ανακατεμένα,
σαν απόδειξη πως ο φόβος και η εμπιστοσύνη μπορούν να περπατήσουν τον ίδιο δρόμο.