Το πρωί ξεκινούσε αργά.
Ο ήλιος μόλις άγγιζε τις στέγες, ο αέρας ήταν δροσερός, μυρίζοντας υγρή γη και καπνό από τις καμινάδες.
Στο δρόμο, που ακόμα έλαμπε από τη δροσιά, περπατούσε ένας άντρας κι είδε ξαφνικά — μπροστά στο παλιό σπίτι στεκόταν ένα άλογο.
Γκρίζο, μεγάλο, με λευκή χαίτη.
Στεκόταν ακίνητο, σαν να είχε ριζώσει στο έδαφος.
Κοίταζε κατευθείαν τα παράθυρα του δεύτερου ορόφου, χωρίς να ανοιγοκλείνει τα μάτια, χωρίς να στρέφει το κεφάλι.
Στο βλέμμα του υπήρχε κάτι ανήσυχο και σιωπηλά πονεμένο — σαν να περίμενε ότι κάποιος θα εμφανιζόταν από στιγμή σε στιγμή.
Ο περαστικός επιβράδυνε το βήμα, μα σύντομα συνέχισε.
Σκέφτηκε — θα ξέφυγε από τον στάβλο, θα γυρίσει.
Μα την επόμενη μέρα το άλογο στεκόταν ακόμα εκεί.
Δεν έφευγε. Ούτε τη μέρα, ούτε τη νύχτα.
Οι άνθρωποι άρχισαν να το προσέχουν. Κάποιοι το τάιζαν, άλλοι προσπαθούσαν να το διώξουν — μάταια.
Δεν απομακρυνόταν από το παράθυρο, σαν να φύλαγε κάτι αόρατο.
Την τρίτη μέρα οι γείτονες άρχισαν να ανησυχούν.
Το σπίτι ήταν σιωπηλό, κλειστό, τα παράθυρα με κουρτίνες τραβηγμένες.
Τη γυναίκα που ζούσε εκεί με τον γιο της κανείς δεν την είχε δει καιρό.
Κι όμως, το άλογο — στεκόταν πάντα εκεί.
Κάλεσαν τη διάσωση. Όταν άνοιξαν την πόρτα, η μυρωδιά του αερίου χτύπησε αμέσως.
Στην κουζίνα βρήκαν τη γυναίκα αναίσθητη και το παιδί στο πάτωμα, σχεδόν χωρίς ανάσα.
Κάθε λεπτό μετρούσε.
Το άλογο στεκόταν στο κατώφλι καθώς τους έβγαζαν έξω.
Χλιμίντρισε απαλά — παρατεταμένα, τρέμοντας ολόκληρο.
Το αγόρι άνοιξε τα μάτια, γύρισε το κεφάλι και ψιθύρισε:
— Ήρθε… η δικιά μου;
Μόνο τότε κατάλαβαν: ήταν το δικό τους άλογο.
Μετά τη φωτιά στο αγρόκτημα είχε χαθεί — είχε φύγει στο δάσος και όλοι πίστευαν πως πέθανε.
Μα κάπως, ύστερα από δεκάδες χιλιόμετρα, γύρισε πίσω.
Ακριβώς στο σπίτι. Ακριβώς εκείνη τη μέρα.
Από τότε, κάθε πρωί, το αγόρι βγαίνει στην αυλή.
Φέρνει ένα μήλο, τη χαϊδεύει στον λαιμό, κι εκείνη ακουμπά το κεφάλι της στον ώμο του.
Στέκονται μέσα στο χρυσό φως της αυγής — ήσυχοι, ζωντανοί, σαν να αναπνέουν με την ίδια καρδιά.
Και οι άνθρωποι τώρα λένε:
Μερικές σωτηρίες δεν γίνονται με τα χέρια, αλλά με τα αισθήματα.
Και υπάρχουν πλάσματα που μας θυμούνται πιο δυνατά απ’ ό,τι εμείς τον εαυτό μας.